Το ροκ στην Κούβα και άλλα παραμύθια

Αναδημοσίευση από provo.gr

cuba-stones

 

 

Λογίζω τον εαυτό μου ως τυχερό, μια και ανήκω στη γενιά αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, όταν ο κόσμος της πληροφορίας άρχισε να ανοίγει τις αισθήσεις μας στις διαφορετικότητες του πλανήτη. Βέβαια, η καλλιτεχνική μπόχα και ο ιδρυματισμός εκείνης της περιόδου συνέχισε να φτάνει στις μύτες μας και να παρενοχλεί τα αυτιά μας.
Η τέχνη της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα ήταν μια τέχνη κλάψας και μιζέριας-μια απολογητική μουρμούρα ήττας. Οτιδήποτε ξέφευγε από το παραπάνω πλαίσιο, έμπαινε στο στόχαστρο του ΚΚΕ, του κόμματος που ασκούσε τον έλεγχο, ηγεμόνευε και νομιμοποιούσε με τις σταλινικές λογικές του ένα μεγάλο μέρος της παραγόμενης τέχνης της εποχής.

Για τους ινστρούχτορες του κόμματος η απέχθεια για το ξενόφερτο, δυτικότροπο και παρακμιακό ( σε αντίθεση με τις τέχνες που έρχονταν από το ανατολικό μπλοκ) ροκ της εποχής απηχούσε τη συνεχή προσπάθεια όλων των σταλινικών καθεστώτων ανά τον κόσμο να ελέγξουν την καλλιτεχνική δημιουργία, δείχνοντας, παράλληλα, ένα δίχως μέτρο φόβο για ότι συνέβαινε στο τώρα. Για ότι ήταν μη ελεγχόμενο. Να θυμίσω εδώ τη για χρόνια στάση του ΚΚΕ απέναντι στην υποκουλτούρα, όπως την ονόμαζαν, του ρεμπέτικου. Άλλο τι λένε εδώ και κάποια χρόνια. Διάφοροι που ανήκαν στο χώρο του ΚΚΕ, μου έρχεται στο μυαλό ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ξιφουλκούσαν για χρόνια ενάντια στο ασυμβίβαστο του ροκ απέναντι στην “πλούσια ελληνική λαϊκή κουλτούρα” για να τραγουδούν λίγο μετά (μια και το ροκ πουλούσε) πως και αν είναι ροκ, να μην τους φοβάσαι. Μπρρ…
Όλα αυτά, σε Ελλάδα και εξωτερικό, οδήγησαν στην εργαλειακή και μόνο χρήση του ροκ ως ένα όργανο διαμεσολάβησης. Η κατά συνέπεια συντηρητικοποίηση του το μετέτρεψε σε ένα στημένο, στυφό και αποστραγγισμένο ιδίωμα εντελώς ξένο από τη ριζοσπαστική αντικουλτούρα που πρέσβευε. Όπως και στον ονειρικό τόπο των απανταχού σταλινικών, την ΕΣΣΔ, εξουσία vs τέχνη σημειώσατε άσο από το ημίχρονο.
Η Κούβα είναι αρκετά μακρυά και όσο και αν “λάμπει το άστρο του Φιντέλ του Κάστρο” , ποτέ δεν καταφέραμε να έχουμε συμπαγή και ολοκληρωμένη εικόνα, πέρα από τις εκατέρωθεν ιδεολογικές γραφικότητες. Οι λίγες αντικειμενικές, πόσο μάλλον καλλιτεχνικά ουσιώδεις, φωνές μιλούσαν για μια κοινωνία αποκλεισμένη από την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, όπου η πατριαρχία, ο σεξισμός και η κομμουνιστικού τύπου ομοφοβία κυριαρχούσαν και στις τέχνες. Δεν τη λες και εύφορη γη για την καλλιτεχνική δημιουργία. Προσωπικά έχω επηρεαστεί σημαντικά από τα γραπτά του Ρεϊνάλντο Αρένας, ενός ανθρώπου του οποίου η επιδίωξη να ζει ως ένας ελεύθερος γκέι καλλιτέχνης στην Κούβα του Κάστρο τον τοποθέτησε στον πάτο του βαρελιού με τα μούτρα του να κοιτούν προς τα κάτω στο πάτωμα μιας φυλακής.
Φτάνοντας στο τώρα και στην ιστορική, όπως την χαρακτήρισαν τα μεγάλα media, πρώτη συναυλία των Rolling Stones εκεί, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το ζήτημα από τα, προοδευτικά κατά τ’ άλλα, social media με προβλημάτισε. Σήμερα, εν έτι 2016, η τεράστια μπίζνα αναπαραγωγής κάθε είδους χυδαίου προτύπου, που ονομάζουμε Rolling Stones, ξαναβαφτίστηκε rock n’ roll με κολυμβήθρα την επαναστατική Κούβα. Αφήνοντας στην άκρη τη μούγκα από τα ίδια τα μέλη του γκρουπ (και δεν θα μιλήσω εδώ για τις ηλικίες τους, γιατί αυτές δεν έχουν καμία σημασία) για τα δικαιώματα στην Κούβα, δεν μπορώ να μην σχολιάσω την εγγύτητα της συναυλία χρονικά με την επίσκεψη Ομπάμα εκεί.
Έστω και αν αυτή η επίσκεψη (τώρα που αποχωρεί το θυμήθηκε αυτό ο Μπάρακ) αποτελεί ένα αγκάθι για το φασιστικό στρατιωτικό-πολιτικό κατεστημένο τη χώρας των γενναίων, η συσχέτιση της με τη συναυλία είναι προφανής. Η αγορά της Κούβας ανοίγει σιγά-σιγά και η Δύση στέλνει τους πλασιέ της.
Όλο αυτό το σκηνικό παρουσιάστηκε στα σόσιαλ (συγνώμη για τη γενίκευση παιδιά) ως μια μάχη μεταξύ της αυθεντικής Κούβας που ήταν πάντα ροκ με τον τρόπο της και όσων την επιβουλεύονται. Το τι πραγματικά αντιπροσωπεύει το brand name Rolling Stones σήμερα, τον χαρούμενο εναγγαλισμό του καθεστώτος με αυτούς για τα δικά του συμφέροντα, το θέαμα της γκροτέσκας χυδαιότητας του πάμπλουτου Τζάγγερ καθώς τραγουδά “επαναστατικά” τραγούδια ηλικίας μισού αιώνα, εκλαμβάνεται ως “αλλαγή” προκαλώντας ντελίριο ενθουσιασμού στους σοβαρούς αναλυτές γιατί, επιτέλους, η Κούβα είδε το φως το αληθινό και αλλάζει.
Όλα αυτά ψιλοπέρασαν στο ντούκου δίνοντας τη θέση τους σε διλήμματα απευθείας από τον ψυχρό πόλεμο τα οποία  το μοναδικό που καταφέρνουν να αποδείξουν, είναι πως η τέχνη αποτελεί το μέσον της διαμεσολάβησης στην υπηρεσία της εξουσίας και του κέρδους, ξεδοντιασμένη από όλες τις αιχμές της και περιορισμένη ανάμεσα στα κάγκελα μιας συναυλίας με φτηνή μπύρα.
Σε μια χώρα που το να πας από τη μία άκρη στην άλλη της είναι ένα βάσανο, συχνά απαγορευμένο, κατέστη εντελώς ελεύθερο πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι να συγκεντρωθούν και να παρακολουθήσουν τη συναυλία. Άραγε μπήκαν και ειδικά, κρατικά εννοείται, λεωφορεία γι’αυτό το σκοπό;
Ταυτόχρονα οι Stones κωδικοποιούνται ως πρεσβευτές όλων των αναγκαίων κλισέ που ο δυτικός κόσμος επιθυμεί να επιβάλει στους υπόλοιπους για την εικόνα του. Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι και η χρήση μιας μανιέρας, που κάποτε ονομαζόταν rock n’ roll, η οποία μέσα από τον καθαρτήριο τίτλο τέχνη απονοηματοδοτεί καθετί δικό της και εχθρικό προς το κράτος και την εξουσία καθιστώντας το φιλικό προς το χρήστη.
Στο φινάλε, εκεί στην Καραϊβική, μια χαρά περνάνε με τι μουσικές τους, ποιος το ‘χει ανάγκη το rock n’ roll?

 

ο κουλτουριάρης

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *